- δράσιμος
- δράσιμος, -ον (Α)1. δραστήριος2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμονενέργεια, δράση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δράσιμον — δρά̱σιμον , δράσιμος activity masc/fem acc sg δρά̱σιμον , δράσιμος activity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)